Η εκκλησία Χριστός ο Ελκόμενος

Η εκκλησία αυτή είναι η μεγαλύτερη στην Κάτω Πόλη και πήρε το όνομά της από μία εικόνα που βρέθηκε εκεί, στο τέλος του 12ου αιώνα. Η εικόνα αυτή θεωρήθηκε τόσο θαυματουργή και πολύτιμη, ώστε ο βυζαντινός Αυτοκράτορας Ισαάκ ο 2ος, ο „Άγγελος“, έδωσε εντολή να την κλέψουν από τη Μονεμβασιά διότι ήθελε μ’ αυτή να στολίσει την εκκλησία Αρχάγγελος Μιχαήλ εν Ανάπλω, έξω από την Κωνσταντινούπολη.

Αν παρακολουθήσει κανείς τις ηλικίες των μαρμάρων της, θα διαπιστώσει ότι η πρώτη εκκλησία σ’ αυτή τη θέση κτίστηκε το έτος 1000 περίπου. Δύο παλαιότερα μαρμάρινα κομμάτια ακόμη και σήμερα είναι εκεί εντοιχισμένα. Ένα πάνω από τη σημερινή κύρια είσοδο (βλ. εικ. 17), που προέρχεται από κομμάτι της μπροστινής πλευράς εικονοστασίου και αναπαριστά δύο παγώνια με ανοιγμένες τις ουρές τους. Τα δύο παγώνια κρατούν με τα νύχια τους ένα φίδι, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ένα κεφάλι αγελάδας. Αυτή η πλάκα τοποθετήθηκε στη σημερινή της θέση τον 19ο αιώνα. Επίσης, ένα σκαλιστό υπέρθυρο, πάνω από την κυρία είσοδο, χρονολογείται στο έτος 1000 και προέρχεται από την αρχική εκκλησία. Για μια ακόμη ακριβέστερη χρονολόγηση, θα πρέπει να μελετηθούν κυρίως τα πέτρινα καθίσματα της κεντρικής αψίδας που βρίσκονται γύρω και πίσω από το ιερό, διότι από αυτά θα διαπιστωθεί η πραγματική ηλικία της εκκλησίας, και όχι από τα εύκολα στη μεταφορά τους μαρμάρινα κομμάτια. Αυτά συμπεραίνεται ότι ανήκουν στην πρώτη εκκλησία και ότι βρίσκονται ακόμη και σήμερα στην αρχική τους θέση.

Ένα μαρμάρινο υπέρθυρο, τοποθετημένο μεταξύ του βυζαντινού υπέρθυρου και της εισόδου, υποδεικνύει ως έτος ανακατασκευής το 1697. Δύο κίονες, εκατέρωθεν, με λαξευμένα κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού στηρίζουν το υπέρθυρο αυτό.

Η εκκλησία είχε υποστεί αρκετές καταστροφές αλλά και επισκευές πριν και μετά την επισκευή της από τους Βενετούς το 1697. Η πρώτη ουσιαστική αλλαγή στη διαμόρφωση της εκκλησίας πραγματοποιήθηκε τον 12ο αιώνα και η δεύτερη τον 14ο αιώνα. Μετά την καταστροφή του έτους 1690 ανακατασκευάστηκε με επιρροές από τους Βενετούς, ενώ παράλληλα διατήρησε τα κύρια χαρακτηριστικά της. Με τα Ορλοφικά, το 1770, οι Τούρκοι κατέστρεψαν την εκκλησία ως αντίποινα στους επαναστατημένους Έλληνες για την προσχώρησή τους στους Αλβανούς, και ξανακτίστηκε μετά την απελευθέρωση. Αυτή η ανακατασκευή του ναού έγινε με πρότυπα τις εκκλησιαστικές κατασκευές των Βενετών. Όπως και στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, μερικά σκαλοπάτια προς τα κάτω οδηγούν στον νάρθηκα.

Η ίδια η εκκλησία αποτελείται από το μεγάλο μεσαίο κλίτος και δύο χωρισμένα με κολώνες, στενότερα εκατέρωθεν κλίτη. Οι κεραμοσκεπείς θόλοι των κλιτών, όπως και τα τόξα μεταξύ των καθέτων δοκών, παραπέμπουν στην ιταλοβυζαντινή φόρμα. Ο μακρόστενος εσωτερικός χώρος της εκκλησίας μοιάζει με βασιλικής εκκλησίας, αν και στη μέση του κεντρικού κλίτους, ένα υπερυψωμένο τετράγωνο καταλήγει σε οκτάγωνο, που με την σειρά του εφάπτεται στη βάση του θόλου. Η νότια πλευρά της εκκλησίας στηρίζεται εξωτερικά στο ανατολικό μέρος με βαριά υποστηρίγματα, για την αποφυγή κατολίσθησης. Το δυτικό μέρος της νότιας πλευράς, συνορεύει με τη στοά της εισόδου της οικίας του Μητροπολίτη. Απ’ αυτή, μερικά σκαλοπάτια οδηγούν από την πλατεία της εκκλησίας προς τα κάτω, δημιουργώντας κατά κάποιο τρόπο μία σύνδεση με την κάτω μεριά της πόλης. Το εξωτερικά πάνω από το νάρθηκα υπερυψωμένο αέτωμα του μεσαίου κλίτους τελειώνει στις πλευρές των υδρορροών σχηματίζοντας στα δύο άκρα έναν αναγεννησιακό ανθέμιο. Στην κορυφή της στέγης τοποθετήθηκε ένα ωραίο ακροκέραμο, απομίμηση των αρχαίων ακροκεράμων, που ανήκει στη νεοκλασική εποχή.

Μπαίνοντας κανείς από το νάρθηκα στην εκκλησία συναντά, δεξιά και αριστερά της εισόδου δύο επισκοπικούς θρόνους, οι οποίοι από την θέση τους και το ημικυκλικό πέτρινο υπόβαθρο χαρακτηρίζονται βυζαντινοί, ενώ από τη σημερινή τους μορφή οδηγείται κανείς να τους κατατάξει στην εποχή της απελευθέρωσης. Η χρωματισμένη πλαστική διακόσμηση είναι από απλό γύψο και σε αντίθεση με τους συνηθισμένους ξύλινους θρόνους των εκκλησιών, που προορίζονται για παρευρισκόμενους στην εκκλησία επισκόπους και μητροπολίτες, δίνουν την εντύπωση θρόνων κοσμικών κυριάρχων.

Εντούτοις δεν είναι βέβαιο για ποιόν φτιάχτηκαν οι θρόνοι αυτοί. Σήμερα υπερτερεί η άποψη ότι κατασκευάστηκαν για τους αυτοκράτορες Παλαιολόγους και τις συζύγους τους, παρόλο που αυτοί ουδέποτε πήγαν ή βρέθηκαν στην πόλη. Άλλωστε για τις τρεις μονεμβασίτικες αρχοντοοικογένειες την εποχή των Παλαιολόγων, δεν αρκούσαν οι δύο θρόνοι. Η λαϊκή παράδοση σήμερα, αναφέρει ότι οι δύο αυτοί θρόνοι κατασκευάστηκαν για τον πρώτο Βασιλιά της Ελλάδας, τον Όθωνα και τη γυναίκα του, Αμαλία.

Αμέσως μετά την είσοδο της εκκλησίας είναι τοποθετημένο ένα εικονοστάσι στολισμένο με μαργαριταρένιο ψηφιδωτό, που θυμίζει τουρκικά πρότυπα χειροτεχνίας.
Δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος των εικόνων του ναού έχουν κατά καιρούς κλαπεί. Κλέφτες και κλοπιμαία πιάστηκαν στην Αθήνα. Από τότε διαφιλονικεί η Μονεμβασιά με τις Αρχές των Αθηνών για την επιστροφή των εικόνων, ιδιαίτερα δε, μίας ωραιότατης του 14ου αιώνα με τη σκηνή της Σταύρωσης. Η εικόνα αυτή, όπου η μορφή του Χριστού αναπαριστάνεται με το κεφάλι γερμένο προς τα κάτω από τον πόνο και το πάθος, είναι στην ιδέα και την εκτέλεσή της αξιοσημείωτη. Στη δεξιά ομάδα προσώπων διακρίνεται ένας άνδρας, ο οποίος κάτω από τη μπλε κάπα του φοράει ένα χρυσό ένδυμα και θυμίζει Βενετό Δόγη. Τα - σε γενικές γραμμές - βενετσιάνικα χαρακτηριστικά της εκκλησίας αντικατοπτρίζονται στην εικόνα. Η Παναγία, στην αριστερή πλευρά, παρόλο που είναι ντυμένη με μπλε κάλυμμα και στέκεται πένθιμη και λυπημένη, παραπέμπει στην καλλιτεχνική τάση της ανατολικής εικονογραφίας. Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν επίμονα ότι είναι εμφανείς οι επιρροές από την παλιά βενετσιάνικη σχολή ζωγραφικής. Στον ίδιο ζωγράφο αποδίδουν και την εικόνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο ομώνυμο χωριό.

Μεταξύ της εκκλησίας Χριστός ο Ελκόμενος και του κεντρικού δρόμου βρίσκεται μια αυλή. Πάνω από την πόρτα, του βόρειου τοίχου του νάρθηκα, είναι αναρτημένο εξωτερικά προς αυτήν την αυλή, ένα ωραίο διακοσμητικό ανάγλυφο από πωρόλιθο, που παρουσιάζει ένα περιστέρι, το οποίο κρατάει στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς. Από την παράσταση συμπεραίνει κανείς τον πόθο των κατοίκων για ειρήνη, μετά από τις πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Η ενδιάμεση πόρτα που συνδέει την περιοχή αυτής της αυλής με την πλατεία της εκκλησίας είναι συνήθως κλειστή.


Lesesaal

Ursprünglich wollten Ulrich Steinmüller und ich unseren Freunden und Besuchern in unserem Haus in Agia Paraskevi/Monemvasia nur einige Informationen über diese Gegend im Süden der Peloponnes geben.

Daraus entwickelte sich dann aber sehr bald unser Büchlein „Monemvasia. Geschichte und Stadtbeschreibung“, das zum ersten Mal im Jahr 1977 auf Deutsch erschien und in den folgenden mehr als 40 Jahren fast 80 000 Mal in den Sprachen Deutsch, Englisch, Französisch, Italienisch und Griechisch verkauft wurde – aber nur in Monemvasia.

Den Verkauf dieses Büchleins haben wir inzwischen eingestellt, möchten es aber auch weiterhin Besuchern und an dieser schönen und historisch so bedeutsamen Stadt Interessierten zugänglich machen.

Ulrich Steinmüllers homepage können Sie >>> hier <<< aufrufen.

Und hier können Sie das Büchlein in den verschiedenen Sprachen lesen: