Η εκκλησία Παναγία Χρυσαφίτισσα
Παλαιότερα αυτή η εκκλησία ονομαζόταν Άγιος Στέφανος ο Κρητικός, πιθανόν επειδή κατασκευάστηκε κατά την επέτειο της ιδρύσεως του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου στην Κρήτη το έτος 1562. Τούτη η κάτασπρη ασβεστωμένη εκκλησία με τα κόκκινα κεραμίδια φέρει φανερά ίχνη από προσθήκες και ανακατασκευές.
Η ανατολική πλευρά της εκκλησίας (Διακονικόν, Πρόθεση και Βήμα) κτίστηκε κατά τον 16ο αιώνα και αποτελούσε το υπόλοιπο μιας τρίκλιτης εκκλησίας που καταστράφηκε με την κατάκτηση του Μοροζίνη, το έτος 1690. Κατά τη δεύτερη, σύντομη βενετσιάνικη κυριαρχία προστέθηκαν στην οικοδομή η μεγάλη κεντρική αίθουσα με τον θόλο, οι αψίδες που είχαν σωθεί από την καταστροφή και ένας νάρθηκας (βλ. εικ. 18).
Η ιδιόρρυθμη όψη της εκκλησίας οφείλεται στην ανακατασκευή της, στο τέλος του 17ου αιώνα, όταν επεκτάθηκε σε χώρο μεγαλύτερο απ’ ότι κάλυπτε πριν, και έπρεπε να προσαρμοστεί στο τότε περίγραμμα του δρόμου. Με τη σημερινή όψη της εκκλησίας, πλάι σε έναν ανοιχτό χώρο , εύκολα μπορεί κανείς να ξεχάσει ότι κάποτε βρίσκονταν στριμωγμένη ανάμεσα σε σπίτια και δρόμους και ότι απέκτησε τον χώρο για το σχετικά μεγάλο της προαύλιο μόλις πρόσφατα, με την εκκαθάριση των γύρω ερειπίων.
Τα τόξα της κύριας αίθουσας επιβεβαιώνουν τις πολλές ιταλοβενετσιάνικες επιρροές. Ξενίζουν εντούτοις, τα στρογγυλά τόξα πάνω από τον δυτικό τοίχο της αίθουσας, που τη συνδέουν με τον νάρθηκα, όπως και τα οξεία τόξα στον ανατολικό τοίχο που υποδεικνύουν ανύπαρκτες εισόδους προς τις πλαϊνές αψίδες και το Βήμα. Επίσης, ο νάρθηκας, λόγω της διαφοράς του μήκους του νότιου τοίχου (3,2 μ.) και του βόρειου τοίχου (2,2 μ.) δεν είναι ορθογώνιος. Το μη ορθογώνιο σχήμα του νάρθηκα διακρίνεται εύκολα στην κάτοψη της σκεπής του. Οι από τον 16ο αιώνα προερχόμενες μαρμάρινες ροζέτες των τριών αψίδων, των οποίων η φόρμα αλλοιώνεται δυστυχώς από τα τοποθετημένα μπροστά τους τζάμια, μαρτυρούν την καλλιτεχνική επιδεξιότητα των Ελλήνων τεχνιτών της εποχής.
Η σημερινή ονομασία Παναγία Χρυσαφίτισσα προέρχεται από μία εικόνα, η οποία παλιότερα φυλασσόταν στο μικρό εκκλησάκι, το Ιερό Πηγάδι, δίπλα από την εκκλησία. Μια προφορική παράδοση για την προέλευση της εικόνας επισημαίνει την ασάφεια των ορίων μεταξύ θρησκείας και πρόληψης των αγροτών της Λακωνίας. Εξιστορείται ότι η άγια εικόνα, πέταξε κατ’ εντολήν της Παναγίας, „ιδία δυνάμει“, από τα Χρύσαφα, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά της Σπάρτης, και έφτασε στη Μονεμβασιά. Εκεί η Παναγία φανέρωσε στο όνειρο κάποιας ηλικιωμένης γυναίκας τη θέση της πηγής, όπου θα την έβρισκε. Εκεί κτίστηκε και η εκκλησία. Οι κάτοικοι των Χρυσάφων όμως ερμήνευσαν διαφορετικά την „εκ θαύματος“ πτήση. Υποψιαζόμενοι, λοιπόν, την κλοπή της εικόνας, πήγαν στη Μονεμβασιά με κάποια πρόφαση και πήραν την εικόνα τους πίσω. Παρόλα αυτά, „πετώντας“ η εικόνα αρκετό καιρό πέρα δώθε, διασχίζοντας την Τσακωνιά, εγκαταστάθηκε τελικά εκεί που βρίσκεται η εκκλησία σήμερα. Οι κάτοικοι των Χρύσαφων ικανοποιήθηκαν τελικά με μία αναπληρωματική εικόνα, την οποία τους έστειλαν οι θριαμβευτές Μονεμβασίτες. Από τότε δεν χρειάστηκε να ξαναπετάξει η Άγια Εικόνα.
Η Παναγία Χρυσαφίτισσα γιορτάζει τη δεύτερη Δευτέρα μετά το Πάσχα με λιτανεία και πανηγύρι. Η γιορτή αυτή μαζί με το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή της Μονεμβασιάς, και ξεπερνά τον εορτασμό του Χριστού του Ελκόμενου (25 Δεκεμβρίου) και της Αγίας Σοφίας (14 Σεπτεμβρίου). Στο παρεκκλήσι το Ιερό Πηγάδι, οδηγούν μερικά σκαλοπάτια προς τα πάνω. Οι νεότερες εικόνες εκεί θυμίζουν την Αγία Εικόνα των Χρυσάφων. Το νερό από την ιερή πηγή είναι υφάλμυρο, πράγμα που μαρτυρά ότι δεν προέρχεται από την πηγή, στην οποία βρέθηκε κάποτε κατά την παράδοση η εικόνα, αλλά πρόκειται για μια ρωγμή στον βράχο, από την οποία έχει βρει διέξοδο το θαλάσσιο νερό.
Ανατολικά της εκκλησίας και του μικρού παρεκκλησιού απλώνεται μια μεγάλη έκταση με ερείπεια, μέχρι το τείχος της πόλης. Αν ακολουθήσει κανείς τον δρόμο από το νότιο τείχος έως το παράπηγμα της νοτιοανατολικής γωνιάς, φτάνει στο ανατολικό τείχος προς τη μεριά του βράχου. Οι επάλξεις του νότιου τείχους έχουν κατασκευαστεί με δύο διαφορετικούς τρόπους που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Το ανατολικό τείχος, στο ύψος περίπου της πύλης, ακολουθούν οι επάλξεις ως κτισμένες κλιμακωτές διαβαθμίσεις. Πίσω από το ανατολικό τείχος υπάρχουν πελεκημένες στον βράχο επάλξεις και ένας φάρος, που βοηθά τη νύχτα τα πλεούμενα στη διαδρομή γύρω από το βράχο.
Ακολουθώντας κανείς τον δρόμο από το νότιο τείχος μέχρι την Παναγία Χρυσαφίτισσα, φτάνει πίσω από το πρώην καζίνο των αξιωματικών, περνώντας κάτω από το πρώτο από τα τρία μπαλκόνια, που φτιάχτηκαν πάνω από το νότιο τείχος μέχρι το τείχος προς τη θάλασσα. Διασχίζοντας κατόπιν ένα δρόμο που περνά κάτω από το νότιο τείχος, μέσα από την πύλη „Πορτέλλο“, οδηγείται κανείς από το τείχος της πόλης στη θάλασσα. Για να καταλήξει κανείς στην ακτή στρίβει στην θέση της διάβασης του πεζόδρομου από το νότιο τείχος, τρεις φορές δεξιά, για να βρεθεί σ’ ένα σοκάκι που οδηγεί με σκαλάκια κάτω στο „Πορτέλλο“. Αμέσως μετά, μέσα από την πύλη φτάνει σε μια θέση, απ’ όπου οι κάτοικοι της Κάτω Πόλης και οι σαστισμένοι από τον λαβύρινθο επισκέπτες πάνε για κολύμπι. Μία σκάλα διευκολύνει την είσοδο στο νερό.
Το επιβλητικό ύψος του νότιου τείχους (βλ. εικ. 4), εντυ-πωσιάζει ακόμη περισσότερο όταν παρατηρείται από το επίπεδο της θάλασσας. Το μήκος του νότιου τείχους είναι συνολικά 500 μέτρα και το ύψος του φτάνει μέχρι και τα 20 μέτρα.

