Η συνοικία γύρω από την Αγία Σοφία
Από τη σημερινή κεντρική πλατεία, παίρνουμε το ανηφορικό μονοπάτι προς τα Βόρεια, που οδηγεί στην Αγία Σοφία και μετά από μερικά μέτρα αντικρίζουμε τη νότια πλευρά της εκκλησίας (βλ. εικ. 31). Προσπερνώντας μερικές αγριοσυκιές και μια ελιά, που παλιότερα το λάδι της τροφοδοτούσε τα καντήλια της εκκλησίας, φτάνουμε στην είσοδο της εκκλησίας στη διπλή ανοικτή βενετσιάνικη στοά, που χρησίμευε ως εξωνάρθηκας. Αν και σήμερα, η νότια πλευρά της εκκλησίας είναι αρκετά κατεστραμμένη, οι αναστηλώσεις (1845 και 1970) διαφύλαξαν την ιδιαιτερότητα του εσωτερικού της χώρου και τα εξωτερικά βυζαντινά παράθυρα της πρόσοψης, σε βαθμό, που σωστά θα πράξει όποιος επαναλάβει τα λόγια του ταξιδιώτη Sir Thomas Wyse από το έτος 1858 ότι: „αυτή η εκκλησία είναι η κορώνα της λαμπρότητας του τοπίου“.
Παρόλο που η παράδοση υποστηρίζει, ότι την εκκλησία την έκτισε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος 2ος, ο Παλαιολόγος, ο οποίος βασίλευε από το 1282 μέχρι το 1328 και ήταν μεγάλος φίλος και υποστηρικτής της Μονεμβασιάς, υπάρχουν πολλές ενδείξεις για το ότι η εκκλησία κτίστηκε πολύ νωρίτερα. Τις αποκαλύψεις για την ακριβή ημερομηνία της ανέγερσης δίνει η αποκρυπτογράφηση των τοιχογραφιών, που βρίσκονται δεξιά και αριστερά από τη μεσαία πόρτα του νάρθηκα (άσπρη γραφή πάνω σε μπλε φόντο με πορφυρό πλαίσιο). Μέχρι σήμερα όμως δεν κατάφεραν οι Βυζαντινιστές να διαβάσουν και να μεταφράσουν με ακρίβεια τις εγγραφές, στις δύο φθαρμένες από βαθιές χαρακιές, τοιχογραφίες.
Η εκκλησία Αγία Σοφία είναι ένα από τα λίγα δείγματα οκτάγωνης εκκλησίας στην Ελλάδα, που κτίστηκαν από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα. Αυτή η οικοδομική τάση προήλθε πιθανότατα από την Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηρίζεται οκτάγωνη εκκλησία, διότι οι τέσσερις τοίχοι των σταυροθολίων, μεταξύ των οποίων υψώνεται ο θόλος, σχηματίζουν ένα οκτάγωνο, πάνω στο οποίο εφάπτεται το τύμπανο και ο θόλος. Οι τοίχοι των σταυροθολίων καταλήγουν σε κολώνες και μεταξύ τους υπάρ χουν κοίλα ημιχώνια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι σχηματισμένη η δυτική πλευρά, έτσι που η Αγία Σοφία χαρακτηρίζεται οκτάγωνη εκκλησία δύο στύλων (βλ.

Η εκκλησία διαθέτει έναν διώροφο εξωνάρθηκα που κτίστηκε κατά την εποχή της πρώτης βενετσιάνικης κυριαρχίας και έχει τρεις θόλους στηριγμένους σε βαριές κολώνες. Ο εξωνάρθηκας αυτός είναι ανοικτός στις πλαϊνές πλευρές του με υπέρθυρα τόξα. Το κάτω μέρος δημιουργεί την εντύπωση στέρεου και συμπαγούς κτίσματος. Οι γνωστές βενετσιάνικες διακοσμητικές λωρίδες στολίζουν κι εδώ τις κολώνες στο κάτω μέρος τους. Επίσης, οι λωρίδες αυτές χωρίζουν το ισόγειο από τον πάνω όροφο και αυτόν από το στηθαίο της σκεπής. Τρία παράθυρα με αναγεννησιακά πλαίσια κτίστηκαν ακριβώς πάνω από κάθε άνοιγμα τόξου της πρόσοψης. Σήμερα διερωτάται κανείς για την πρόσβαση στον πάνω όροφο του εξωνάρθηκα, δεδομένου ότι δεν διακρίνεται καμία σκάλα. Πιθανότατα η άνοδος να γινόταν μέσω του νάρθηκα. Στον πάνω όροφο της στοάς υπήρχε παλιότερα μία γαλαρία, η οποία διέθετε μία νότια θύρα (βλ. εικ. 31) την οποία δρασκελούσε ο Αυτοκράτορας ή ο αντιπρόσωπός του και από εκεί, αθέατος, παρακολουθούσε τη λειτουργία.
Πάνω από την είσοδο, έξω από τον νάρθηκα, είναι εντοιχισμένη μία παλιά μαρμάρινη βυζαντινή πλάκα που απεικονίζει δύο πρόβατα και δύο περιστέρια ή παγώνια. Ανάμεσα στα ζώα αυτά στέκεται ένα ξίφος με τη λόγχη προς τα κάτω.
Στο νάρθηκα σώζονται υπόλοιπα τοιχογραφιών, όπως αυτή με την κεφαλή του Χριστού πάνω από τη μεσαία πόρτα προς την κύρια εκκλησία. Η τοιχογραφία είναι πλαισιωμένη από πορφυρές λωρίδες, όπως και η αναμνηστική πλάκα της ανέγερσης. Το άνοιγμα πάνω από το κεφάλι του Χριστού, επέτρεπε οι καθισμένοι στην γαλαρία ύπατοι και επίσημοι, να κοιτούν προς το Ιερό και να παρακολουθούν με άνεση τη λειτουργία. Ο νάρθηκας αποτελείται από τρία σταυροθόλια και οι πόρτες του, προς την κυρία αίθουσα της εκκλησίας, κοσμούνται από μαρμάρινους πεσσούς και σκαλισμένα ξύλινα υπέρθυρα.
Η τετράγωνη αίθουσα της εκκλησίας καλύπτεται από έναν μεγάλο ημισφαιρικό θόλο από πλίνθους και στηρίζεται πάνω σε ένα τύμπανο που έχει 16 στύλους και ισάριθμα παράθυρα. Αυτό το τύμπανο στηρίζεται σε οκτώ τριγωνικές αγκωνιές, τα ονομαζόμενα και ημιχώνια. Κάτω από τα ημιχώνια, οι τοίχοι προς Βορρά και Νότο είναι συμπαγείς, ενώ οι τοίχοι της ανατολικής και της δυτικής πλευράς διακόπτονται από τόξα με μαρμάρινες κορνίζες, σχηματίζοντας έναν ορθογώνιο χώρο με δύο κολώνες στην δυτική γωνία και τρία ασπιδοειδή στηρίγματα στην ανατολική. Η κεντρική αίθουσα με τον βωμό υπερκαλύπτεται από ένα σταυροθόλιο με μία καλοδιατηρημένη τοιχογραφία του Παντοκράτορα Χριστού, ο οποίος κρατά το ανοιχτό Ευαγγέλιο (βλ. εικ. 34). Στις τέσσερις γωνίες που δημιουργούνται εντός του κτίσματος, υπάρχουν ορθογώνιες εσωτερικές αίθουσες, οι οποίες είναι προσβάσιμες από το νότιο πλαϊνό κλίτος με τα ελαφρώς μυτερά υπέρθυρα. Στο βόρειο πλαϊνό κλίτος, μία μόνο από τις αίθουσες είναι προσβάσιμη από μία μικρή πόρτα.
Κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί και καλύφθηκαν με ασβέστη όλες οι τοιχογραφίες. Τότε κτίστηκε και ένα „Μιχράμ“ στον εσωτερικό „νότιο“ τοίχο της αίθουσας της εκκλησίας. Το Μιχράμ είναι μια εσοχή στον τοίχο, στραμμένη προς τη Μέκκα. Επί βυζαντινής εποχής, τη θέση αυτή καταλάμβανε μια θύρα που οδηγούσε σε ένα μοναστήρι, το οποίο ήταν κτισμένο παράπλευρα της εκκλησίας (βλ. κάτοψη).
Στην κεντρική αψίδα διατηρούνται υπόλοιπα τοιχογραφιών με παραστάσεις αρχιερέων που μόλις διακρίνονται, ενώ στη νότια αψίδα απεικονίζεται ένας Άγγελος. Στις κολώνες υπάρχουν επίσης, τοιχογραφίες. Το τύμπανο έχει μία όμορφη διακόσμηση από φυλλοειδές διάζωμα.
Στα οκτώ ημιχώνια διατηρούνται κυκλικές απεικονίσεις σε καλή κατά σταση. Όλες οι τοιχογραφίες έγιναν κατά το πρώτο ήμισυ του 13ου αιώνα. Στο βορειότερο κλίτος της εκκλησίας είναι στοιβαγμένα μαρμάρινα θραύσματα βυζαντινής εποχής. Πρόκειται για τμήματα από την πύλη ή από τα πλαίσια των παραθύρων ενός εικονοστασίου, που φέρουν ωραίες διακοσμήσεις (βλ. κάτοψη).
Τα κτισμένα στα παράθυρα κιονόκρανα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της εκκλησίας, αξίζουν την προσοχή του επισκέπτη. Εκτός από τις συνηθισμένες διακοσμητικές παραστάσεις, διακρίνεται ακόμη ένας χορευτής ενδεδυμένος με μακρύ χιτώνα (εξωτερικά, στη πίσω μεριά του άλλοτε μοναστηριού). Στις αναπαραστάσεις ζώων, διακρίνονται δύο λαγοί, μία κότα και δύο περιστέρια (βλ. εικ. 32).
Οι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι από πέτρα, με ένα τούβλο ανάμεσα στις παράλληλες σειρές και δύο τούβλα στις κάθετες σειρές. Ο θόλος διαθέτει ένα συνεχές γείσο από τούβλα στην εξωτερική πλευρά του και μεταξύ των παραθύρων του υπάρχουν ημιστύλια κατασκευασμένα από πέτρα και τούβλο. Βγαίνοντας κανείς από την εκκλησία και στρίβοντας αμέσως αριστερά, στη μικρή σκάλα κάτω από το τόξο της στοάς, φτάνει στη θέση που καταλάμβανε το μοναστήρι, το οποίο αργότερα κτίστηκε δίπλα στην εκκλησία. Οι Τούρκοι σφράγισαν το μοναστήρι και το άφησαν να καταστραφεί. Διέθετε δύο κλίτη με πέντε κελιά το καθένα, που σκεπάζονταν από σταυρωτούς θόλους πλινθοδομής και ακουμπούσαν πάνω σε δύο τετράγωνες κολώνες και δύο μαρμάρινους στύλους. Σήμερα, απομένει υψωμένος ένας μοναδικός στύλος. Κατά την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα κατέρρευσαν και τα τελευταία κτίσματα, τα οποία απομακρύνθηκαν αμέσως. Οι κατεδαφισμένοι όμως τοίχοι, άφησαν τα σημάδια τους στη νότια πλευρά της εκκλησίας (βλ. εικ. 31). Ένα μικρό τμήμα του τοίχου του μοναστηριού, διατηρείται ακόμη στη γωνιά της στοάς. Κάτω απ’ ολόκληρη την επιφάνεια του μοναστηριού διατηρούνται ακόμη οι στέρνες. Σε ορισμένα σημεία μπορεί κανείς να διακρίνει τμήματα του μωσαϊκού από βότσαλα που κάποτε στόλιζε το δάπεδο του μοναστηριού.
