Η αποίκηση του βράχου κατά τη βυζαντινή περίοδο και η σημασία της για το εμπόριο και τον πόλεμο (6ος Αιώνας – 1248)
Ο 194 μέτρων ύψους και 1,8 χιλιομέτρων μήκους απόκρημνος βράχος, προ των ακτών της Πελοποννήσου, ήταν ήδη από την αρχαιότητα γνωστός και οι δυνατότητές του αξιοποιήθηκαν ανάλογα. Με το όνομα „Μινώα“, θεμελιώθηκε ήδη κατά τη Μινωική περίοδο – όπως ισχυρίζονται ακριβώς λόγω του ονόματος αρκετοί επιστήμονες – ένα φρούριο στην κορυφή, το οποίο αποσκοπούσε στην άμυνα της ακτής και στην προστασία του εκτεταμένου κόλπου της Επιδαύρου Λιμηράς, ο οποίος χρησίμευε όλες τις εποχές ως αγκυροβόλιο. Από εκείνο το μινωικό φρούριο δεν διασώζεται κανένα ίχνος σήμερα.
Πότε ο βράχος αποικήθηκε αρχικά από άμαχο πληθυσμό, είναι άγνωστο. Ο πλέον επιφανής „τουρίστας“ της αρχαιότητας, Παυσανίας, στο έργο του „Ελλάδος Περιήγησις“, στο οποίο παρουσιάζει τοπία, οικισμούς και καλλιτεχνικά μνημεία που αντίκρισε κατά τη μακρόχρονη περιοδεία του τον 2ο αιώνα, δεν αναφέρει κανενός είδους οικισμό εκεί, παρά μόνον τη βραχονησίδα Μινώα. Το έτος ίδρυσης πόλης πάνω στον βράχο είναι προσδιορισμένο με ακρίβεια από έναν γερμανό επιστήμονα: Δύο μικρά χρονικά αποδεικνύουν ότι ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος, το πρώτο έτος της διακυβέρνησεής του, ίδρυσε την πόλη της Μονεμβασιάς πάνω στον βράχο, μπροστά από την ακτή της Πελοποννήσου. Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος ανήλθε στον θρόνο το έτος 582. Επειδή η ίδρυση της Μονεμβασιάς ασφαλώς δεν ήταν από τα πρώτα του επιτεύγματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό πραγματοποιήθηκε το έτος 583.
Παρόλα αυτά δεν μπορούσε ακόμη η Μονεμβασιά να χαρακτηριστεί σπουδαία πολιτεία, διότι ο κραταιός βυζαντινός στόλος, ο οποίος στα μετέπειτα χρόνια, καθ’ οδόν προς Σικελία, πραγματοποιούσε συνήθως έναν ενδιάμεσο σταθμό, κατά τη διάρκεια όλου του 6ου αιώνα χρησιμοποιούσε για τον σκοπό αυτό το Ταίναρον στη νότια άκρη της Μάνης και όχι τη Μονεμβασιά.
Η πρώτη γνωστή γραπτή αναφορά του ονόματος της Μονεμβασιάς έγινε το έτος 723, στην περιγραφή ενός ταξιδιού από τον προερχόμενο από τη Γερμανία και καθ’ οδόν προς Ιερουσαλήμ, Επίσκοπο του Άιχσετ, τον Άγιο Βίλλιπαλντ, οοποίος στάθμευσε για λίγο „στην πόλη Μαναφασία“.
Η αποίκηση του βράχου και η ίδρυση της πόλης Μονεμβασιάς θα πρέπει να συνδυαστεί όμως μαζί με τα γεγονότα που είχαν τότε για την ιστορία της Ελλάδος μεγάλη σημασία, όπως για παράδειγμα την προώθηση ξένων λαών μέχρι τον Νότο της Πελοποννήσου. Οι Γότθοι με Βασιλιά τον Αλάριχο κατέστρεψαν την ευρισκόμενη σε απόσταση 100 χιλιομέτρων Σπάρτη, το έτος 396, αφού κατέλαβαν προηγουμένως την Αθήνα. Κι άλλες πόλεις ή καταφύγια δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις καταστροφικές επιθέσεις των Σλάβων και των Αβαρών. Γι’ αυτό οι κάτοικοι της πόλης ΕπιδαύρουΛιμηράς, εγκαταλείποντας τον λόφο στα βόρεια παράλια του ανοικτού κόλπου κοντά στη Μονεμβασιά – ακόμη υπάρχουν ανάμεσα στα σιτοχώραφα υπόλοιπα των τειχών και της Ακροπόλεως –, διέφυγαν αρχικά πάνω σε μια βραχώδη προεξοχή σ’ αυτό το τμήμα της ακτής για να το εγκαταλείψουν λίγο αργότερα, ως ανασφαλές και να προτιμήσουν τον σίγουρο και απόρθητο βράχο.
Αυτό το κομμάτι της ιστορίας της Μονεμβασιάς είναι ακόμη και σήμερα ζωντανό, στις ονομασίες μικροτοποθεσιών. Το ύψωμα πάνω στο οποίο βρισκόταν η πόλη Επίδαυρος-Λιμηρά το προσδιορίζουν οι σημερινοί κάτοικοι της περιοχής ως „Καστράκι“ και τα σπίτια που βρίσκονται στην ακτή βορειοανατολικά, ονομάζονται ακόμη και σήμερα από τους κατοίκους „Παλαιά Μονεμβασιά“.
Η μετοίκηση πάνω στον βράχο της Μονεμβασιάς θα πρέπει να άρχισε το έτος 583. Επίσημα έγγραφα του έτους 746 περιγράφουν ήδη τη νέα πολιτεία ως τη σπουδαιότερη στην ανατολική ακτή της Πελοποννήσου. Τα γεωγραφικά της προτερήματα ήταν αφενός η γειτνίαση με τον απόρθητο βράχο, αφετέρου η θέση της ανάμεσα σε δύο μεγάλους ανοικτούς κόλπους, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν από μεγάλο αριθμό πλοίων σαν αγκυροβόλια.
Έτσι, με τους περιοδεύοντες ναυτικούς αυξήθηκαν ραγδαία και οι κάτοικοι της πόλης.
Μέσα σε λίγα χρόνια η πολιτεία γνώρισε μεγάλη άνθηση και έγινε ένας από τους σπουδαιότερους σταθμούς και μεταφορτωτικό κέντρο για την αξιόλογη ναυσιπλοΐα του Μεσαίωνα, η οποία συνέδεε τη δυτική Μεσόγειο με τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Κάθε πλοίο που προερχόταν από τη Δύση και έπλεε προς την Κωνσταντινούπολη ή προς τη Μικρά Ασία, έπρεπε στο σημείο του ταξιδιού μεταξύ Κρήτης και ακρωτηρίου Μαλέα, στη νότια άκρη της Πελοποννήσου να περάσει από τη Μονεμβασιά. Κανένας στόλος δεν μπορούσε να φτάσει στην περιοχή των νησιών ή να πλησιάσει την πρωτεύουσα απαρατήρητος από τους Μονεμβασίτες.
Αυτή η εξαιρετική και ουσιώδης θέση διαπιστώνεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα αν σταθεί κανείς στο τείχος της Άνω Πόλης και κοιτάξει μακριά προς τα νότια και τα νοτιοανατολικά. Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι οι βυζαντινοί Αυτοκράτορες θεωρούσαν απαραίτητο να περιλάβουν στην κυριαρχία τους την πόλη αυτή, των κατοίκων της οποίας προσπαθούσαν να εξαγοράσουν την πίστη και την φιλία με προνόμια και παραχωρήσεις. Δεν είναι λιγότερο παράξενο ότι, αργότερα, όλοι οι ξένοι κατακτητές προσπαθούσαν να την κατακτήσουν, αφενός για τη σημασία της ως προς την ασφάλεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφετέρου για τη σπουδαιότητά της ως ορμητήριο για τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις.
Η σπουδαιότητά της ως στρατηγικό σημείο διατηρήθηκε μέχρι και κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, όταν ο αγγλικός στρατός φεύγοντας από τη Μονεμβασιά για την Κρήτη παραχώρησε τη θέση του στη γερμανική κατοχή.
Η Μονεμβασιά ήταν αξιόλογη κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Μεσαίωνα, όχι μόνο ιστορικά και στρατηγικά, αλλά και ως προς το εμπόριο, καθώς αποτελούσε σπουδαίο κόμβο για τις συναλλαγές με τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Οι κάτοικοι απόλαυσαν αξιόλογη ευημερία και πλούτο, που επιβεβαιώνεται και από τις παλιές απεικονίσεις απόψεων της πόλης με τους αναρίθμητους πύργους, τις εκκλησίες και τα αρχοντικά.
Οι κάτοικοι της Μονεμβασιάς δεν ήταν μόνο ικανοί ναυτικοί και καπετάνιοι, που υπηρετούσαν στον στόλο του Βυζαντίου, αλλά και ικανότατοι έμποροι που συναγωνίζονταν τους λοιπούς εμπόρους της Μεσογείου. Εκτός των άλλων, ένα προϊόν που διέδωσε το όνομα της Μονεμβασιάς ευρύτατα, ήταν το παραγόμενο στην Πελοποννησιακή ακτή, βόρεια της πόλης και αργότερα και σε ελληνικά νησιά, κρασί Μαλβάσια, το οποίο ήταν η „Σαμπάνια“ των ηγεμονικών αυλών του Μεσαίωνα και αργότερα της μεσαίας τάξης. Αυτή η ονομασία προέρχεται από τους Ενετούς, οι οποίοι ονόμαζαν την πόλη „Νεάπολη της Μαλβασίας“
Χαλκογραφία από τον πίνακα του Dapper «Morea», 1688
Η πρώτη, κατά τη βυζαντινή εποχή, αποίκηση του βράχου έγινε το 583 και άρχισε από την ελαφρώς κυρτή ψηλή περιοχή, από κατοίκους των γύρω συνοικισμών της Πελοποννησιακής ακτής, που είχαν καταφύγει εκεί λόγω των επιθέσεων Σλάβων και Αβαρών. Αυτό το ύψωμα πρόσφερε – σε σύγκριση με άλλους πιθανούς τόπους εγκατάστασης στην περιοχή – μεγάλη ασφάλεια από επιθέσεις και λεηλασίες.
Τα αιτία της αποίκησης στο ύψωμα είναι τα ίδια μ’ αυτά των Βενετσιάνων που αποίκησαν τα κοντινά τους νησιά της Αδριατικής καθώς και των αποίκων των Δαλματικών ακτών προς τα βράχια της Ραγκούσας, στο σημερινό Ντουμπρόβνικ. Τα φυσικά χαρακτηριστικά της Μονεμβασιάς με τη μοναδική πρόσβαση –όπου οφείλει και το όνομά της, „Μόνη έμβασις“ – και τις απόκρημνες πλαγιές, προστάτευαν την πόλη τόσο, ώστε να είναι περιττή η περιτείχιση ολόκληρου του βράχου. Για να καταστεί απόρθητος, αρκούσε να χτιστούν τείχη σε ορισμένες μόνο θέσεις.
Η ραγδαία άνοδος της νέας πόλης, με τους τόσο ενσυνείδητους κατοίκους στα πλαίσια του ελληνικού χώρου, αποδεικνύεται εκτός άλλων και από το εξής γεγονός: Το έτος 727, η Μονεμβασιά μαζί με την Αθήνα, το Ναύπλιο και τις Κυκλάδες, συγκέντρωσαν στρατό και στόλο για να πολεμήσουν τον εικονοκλάστη αυτοκράτορα Λέοντα τον Γ´. Αυτή η επιχείρηση απέτυχε μεν, αλλά δείχνει ότι η νέα πόλη κάθε άλλο παρά από μια αβοήθητη αποικία φυγάδων ήταν, που αγωνιζόταν να επιζήσει.
Λίγα χρόνια αργότερα δοκιμάστηκε η Μονεμβασιά από μία φοβερή αρρώστια. Το έτος 746, ξέσπασε στην εγγύς Ανατολή η πανούκλα, η οποία ως „λαθρεπιβάτης“ στα εμπορικά πλοία πέρασε από Σικελία και Καλαβρία και το 747 έφτασε στη Μονεμβασιά. Από εκεί εξαπλώθηκε ο λοιμός σε όλη την Ελλάδα. Με ιδιαίτερη σφοδρότητα „θέρισε“ η πανούκλα στη Μονεμβασιά, στην ανατολική ακτή της Πελοποννήσου και στις Κυκλάδες. Βυζαντινοί ιστοριογράφοι αναφέρουν ότι πολύ λίγοι κάτοικοι επέζησαν του λοιμού και ότι ολόκληρες περιοχές, κυρίως στα νότια της Πελοποννήσου ερήμωσαν.
Συνέπεια ήταν η προώθηση Σλάβων και Αλβανών στην περιοχή.
Αυτή η νέα αποίκηση υποστηρίχθηκε από την πληθυσμιακή πολιτική του βυζαντινού Αυτοκράτορα, ο οποίος ενδιαφερόταν περισσότερο για την εισροή φορολογούμενων και την είσπραξη φόρων, παρά για τη διατήρηση της ελληνικής ομοιογένειας στην περιοχή. Η Μονεμβασιά φαίνεται ότι, μέσα σε λίγο χρόνο, όχι μόνο συνήλθε από αυτό το δυνατό χτύπημα, αλλά απέκτησε ξανά την παλιά της αίγλη και μάλιστα την ξεπέρασε.
Η ευημερία των κατοίκων της προκαλούσε τους Άραβες πειρατές, οι οποίοι την εποχή εκείνη αποτελούσαν κίνδυνο για ολόκληρη τη Μεσόγειο. Είχαν ήδη κατακτήσει την Κρήτη και τη Σικελία και οι κάτοικοι των ελληνικών παράλιων πόλεων είχαν αποσυρθεί πάνω σε απροσπέλαστα βουνά, για να προστατεύσουν την περιουσία και τις οικογένειές τους από τις αρπαγές και τη σκλαβιά. Στη δυτική Ευρώπη προωθήθηκαν οι αραβικές ορδές μέχρι την Ισπανία και τη νότια Γαλλία. Στην Ελλάδα κατέκτησαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν ακόμη και καλά προστατευμένες πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη. Η Μονεμβασιά όμως, δεν είχε την ίδια τύχη.
Παρά τις πολλές επιθέσεις, τα αραβικά πειρατικά πλοία αναγκάστηκαν να παραιτηθούν των σκοπών τους και να αποσυρθούν, λόγω των απόρθητων τειχών και της σθεναρής αντίστασης των κατοίκων. Το ίδιο έπαθαν και οι Νορμανδοί, οι οποίοι με βασιλιά τον Ρόγκαν τον Β´, προσπάθησαν να υπερβούν την επιτυχία των Νορμανδών της δυτικής Ευρώπης, που κατέλαβαν την Αγγλία το 1066 και απείλησαν να καταλάβουν ακόμη και το Βυζάντιο.
Το 1147 κατέπλευσαν προ της Μονεμβασιάς τα Νορμανδικά πλοία, τα οποία ένα χρόνο νωρίτερα είχαν κατακτήσει και λεηλατήσει την Κέρκυρα και τις δυτικές ακτές της Ελλάδας. Οι κάτοικοι όμως αυτού του άπαρτου βράχου στάθηκαν με θάρρος μπροστά τους, χτυπώντας τους επιτιθέμενους και αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν με μεγάλες απώλειες.
Δεν είναι παράξενο που μία τέτοια πόλη, η οποία κατόρθωσε όχι μόνο να αυξήσει τον πλούτο της, αλλά και να προστατεύσει την ανεξαρτησία της, στάθηκε υπερήφανη ακόμη και έναντι του υψίστου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Δεν περίμενε από αυτόν να την υποστηρίξει έναντι των εχθρών της, αλλά διέθετε δικά της στρατιωτικά τμήματα και πλοία, τα οποία άλλοτε υποστήριζαν τον Αυτοκράτορα και άλλοτε τον αντιστρατεύονταν, όπως για παράδειγμα συνέβη το 727.
Μεταξύ Μονεμβασιάς και Κωνσταντινούπολης υπήρχε μία ομόσπονδη σχέση και μία αμυντική συμμαχία, όπως συνέβαινε και μεταξύ Βενετίας και Ραγκούσης, καθώς και μεταξύ Νεάπολης και Αμαλφίου. Η Μονεμβασιά δεν θεωρούσε όμως τον εαυτό της, σε καμία περίπτωση υποτελή.
Με τον καιρό αντιλήφθηκαν οι κάτοικοι, ότι ήταν σε θέση να αποκτήσουν μία σειρά από ελευθερίες και προνόμια από τον Αυτοκράτορα, αλλά κι από κάθε νέο, μετέπειτα, Αυτοκράτορα, ο οποίος θα φρόντιζε να διατηρεί τα παλιά προνόμια και να τα ανανεώνει. Έτσι ο Επίσκοπος της Μονεμβασιάς ανακηρύχθηκε σε Μητροπολίτη της ορθόδοξης εκκλησίας, τίτλος από τους ανώτερους της ιεραρχίας. Οι δε Μονεμβασίτες έμποροι απολάμβαναν φορολογικές διευκολύνσεις σε όλη την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως επίσης και εμπορικά δικαιώματα. Στην εκκλησία της Μονεμβασιάς και σε ορισμένους πολίτες της διανεμήθηκαν κτήματα, τα οποία κάλυπταν την περιοχή από την πόλη μέχρι τη νότια άκρη του Πάρνωνα.
Η χρυσή σφραγίδα (Χρυσόβουλο) του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β´, του μεγάλου υποστηρικτή της Μονεμβασιάς από το 1301, η οποία βρίσκεται σήμερα στα βυζαντινό μουσείο της Αθήνας και είναι ένα από τα ωραιότερα διακοσμημένα χειρόγραφα εκεί, αποτελεί μέρος αυτών των παραχωρημένων προνομίων.
Στα κτήματα καλλιεργούσαν ένα μέρος των προϊόντων, με τα οποία γίνονταν οι κερδοφόρες εμπορικές συναλλαγές. Παράλληλα με το προαναφερθέν κρασί Μαλβάσια, παρήγαν κατά τους βυζαντινούς χρόνους, προϊόντα όπως δημητριακά, ξυλεία, άχυρο, δέρματα, προβιές, υφάσματα, μάλλινα είδη, λιναρόσπορο, παστά ψάρια και κρέατα, καθώς και τα λεγόμενα τετράποδα. Αργότερα προστέθηκαν ελαιόλαδο, σταφίδα, σιτηρά, μετάξι, μαλλί, βαμβάκι, μαροκινό δέρμα και κερί. Στην αρχή του 19ου αιώνα αναφέρονταν μόνο τα δημητριακά, το ελαιόλαδο, το καλαμπόκι, τα κρεμμύδια και τα τυριά. Παράλληλα μ’ αυτά τα είδη, τα οποία προορίζονταν για εξαγωγή, έπρεπε να παραχθούν και τρόφιμα για την εσωτερική κατανάλωση, τα οποία δεν ήταν λίγα, αν αναλογισθεί κανείς τον αριθμό των κατοίκων της Μονεμβασιάς, ο οποίος κυμαινόταν τότε μεταξύ 40.000 και 50.000.
Ο σπουδαιότερος προμηθευτής τροφίμων της Μονεμβασιάς ήταν το χωριουδάκι Βελιές, μερικά χιλιόμετρα βορειοδυτικά του βράχου. Σήμερα φτάνει κανείς στο μικρό αυτό χωριό ακολουθώντας τον δρόμο προς Νεάπολη από τη διασταύρωση, που βρίσκεται 12 χιλιόμετρα βόρεια της Μονεμβασιάς. Κατά τον μεσαίωνα, ολόκληρα καραβάνια από γαϊδούρια έπρεπε να διασχίζουν καθημερινά τα υψώματα μεταξύ Βελιών και Μονεμβασιάς, για να φτάσουν τα προϊόντα των αγρών, των κήπων και των αμπελιών στα σοκάκια και τις πλατείες της Μονεμβασιάς. Στο τέλος της διαδρομής, ακολουθούσαν τον απότομο ανήφορο προς την Άνω Πόλη.
Εντός των τειχών της πόλης, δεν υπήρχε και δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου καλλιεργήσιμη γη. Η μόνη εξαίρεση ένα πλάτωμα πάνω στο οροπέδιο , το οποίο κατά τις αναφορές του 17ου αιώνα, αρκούσε για να εφοδιάσει με δημητριακά 50 έως 60 στρατιώτες. Όσο χρήσιμη κι αν ήταν αυτή η έκταση για τους στρατιώτες κατά τις εποχές αποκλεισμού, δεν επαρκούσε για τον εφοδιασμό των κατοίκων.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση των κατοίκων της Μονεμβασιάς κατά τον μεσαίωνα ήταν η ίδια μ’ αυτή των υπολοίπων ελληνικών πόλεων. Δίπλα στους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους υπήρχαν οι τοπικοί αριστοκράτες, οι ονομαζόμενοι Άρχοντες, και ο Κλήρος. Υπήρχαν ακόμη και οι ελεύθεροι πολίτες, οι οποίοι μπορούσαν να είναι ιδιοκτήτες κτημάτων και φέουδων, όπως και οι προηγούμενες ομάδες πληθυσμού.
Έξω από τις πόλεις, όπως και όπου αλλού μετανάστευσαν Σλάβοι αντικαθιστώντας τους έλληνες κατοίκους, δεν υπήρχαν απλοί ελεύθεροι δημότες παρά μόνο κτηματίες, δούλοι και σκλάβοι. Αυτό ίσχυε και στις περιοχές όπου η εκκλησία κατείχε κτήματα, αφού οι περισσότεροι από τους κατοίκους, που εργάζονταν στα κτήματα για να εφοδιάζουν τα μοναστήρια και τις πόλεις, δεν ήταν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι.
Οι Άρχοντες που κυβερνούσαν τη Μονεμβασιά, με ένα είδος αριστοκρατικής αυτοδιοίκησης, προέρχονταν από τις οικογένειες Μαμωνά, Μανογιάννη και Σοφιανού. Αυτοί ήταν οι προνομιούχοι Κύριοι της πόλης, αν και διοικούσαν λιγότερο κατά την έννοια της κεντρικοευρωπαϊκής φεουδαρχικής αριστοκρατίας και περισσότερο πλησιάζοντας την έννοια της ομόσπονδου εμπορομεταπρατικής οικογένειας. Ωστόσο, οι μονεμβασίτες Άρχοντες δεν ήταν υπεράνω της πειρατείας, έτσι ώστε τα όρια μεταξύ αριστοκράτη εμπόρου και αδίστακτου ληστή των θαλασσών να μην είναι σαφώς ξεκάθαρα. Μεγάλη επιδεξιότητα έδειξαν οι Άρχοντες πάντα, όταν διακινδύνευε η ανεξαρτησία της Μονεμβασιάς.
Καμιά πολιτική αλλαγή, επανάσταση ή ανατροπή, από τις πάμπολλες της Αυτοκρατορίας, δεν έβλαψε τη Μονεμβασιά. Αρκετά μακριά από το κέντρο της εξουσίας, ισχυρά οχυρωμένη και θαυμάσια αμυνόμενη εναντίον οποιουδήποτε επιδρομέα, η Μονεμβασιά άντεξε σε όλες τις πολιτικές αλλαγές και ανακατατάξεις. Η επιτυχία της οχύρωσης της πόλης, που καθιστούσε τη Μονεμβασιά απόρθητη, οδήγησε στην ακόλουθη ρύθμιση, που μαρτυρεί την αυτοπεποίθηση της πολιτείας και την ευσυνειδησία των κατοίκων: Εάν πέθαινε κάποιος χωρίς να αφήσει άμεσους απογόνους, δημεύονταν η περιουσία του για να χρησιμοποιηθεί το ποσό προς συντήρηση και ανάπτυξη των αμυντικών εγκαταστάσεων. Η ρύθμιση αυτή, λόγω της αρχικής της επιτυχίας, έγινε εύκολα αποδεκτή από τους κατοίκους και κανένας από τους μετέπειτα κατακτητές της πόλης δεν αποπειράθηκε να την αλλάξει.