Η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Σταυροφόρους – Η Μονεμβασιά υπό την κυριαρχία των Φράγκων (1248–1263)
Το έτος 1204, όταν οι δυτικοευρωπαίοι Ιππότες της τέταρτης Σταυροφορίας, αντί να ανταγωνιστούν τους Τούρκους για την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και κατέστρεψαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με διαταγή του Δόγη της Βενετίας, άρχιζε η εποχή, κατά την οποία η Μονεμβασιά γίνεται ακόμη σπουδαιότερη.
Οι Σταυροφόροι, οι ονομαζόμενοι και Φράγκοι, μέσα σε μικρό διάστημα κατέλαβαν σχεδόν ολόκληρη την Ελλάδα. Πήραν πόλεις και κάστρα και δημιούργησαν κράτη-επικράτειες, ορισμένες από τις οποίες επέζησαν πάνω από πέντε αιώνες. Έτσι, δημιούργησαν στην Κωνσταντινούπολη και γύρω απ’ αυτή το „Λατινικό κράτος της Κωνσταντινούπολης“, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το Δουκάτο της Αθήνας και μερικά ακόμη δουκάτα και πριγκιπάτα στα Ιόνια και τα νησιά του Αιγαίου.
Στην Πελοπόννησο, που καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν γνωστή με το όνομα „Μορέας“, δημιούργησε ο γάλλος ιππότης Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος από την Καμπανία, το „Πριγκιπάτο Αχαΐας και Μορέα“. Στη Βενετία παραχωρήθηκαν τα τρία όγδοα της κατακτημένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εκείνη επέλεξε ειδικά τα νησιά, για να τα χρησιμοποιήσει ως ναυσιπλοϊκές βάσεις στη Μεσόγειο. Από τις άλλοτε βυζαντινές κτήσεις παρέμειναν στην ελληνική κυριαρχία μόνο το Δεσποτάτο της Ηπείρου, στα βορειοδυτικά της σημερινής Ελλάδας και οι πόλεις, Κόρινθος, Ναύπλιον, Άργος και Μονεμβασιά.
Μετά την απώλεια της πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης, άρχισαν οι Έλληνες του Βυζαντίου στο μικρασιατικό μέρος της Αυτοκρατορίας, να επανεδραιώνουν τη δύναμή τους και να προσπαθούν να επανακτήσουν το ευρωπαϊκό μέρος της Αυτοκρατορίας. Οι μη κατακτημένες από τους Φράγκους πόλεις έπαιξαν τότε μεγάλο ρόλο, διότι όλες, ως ναυτικοί σταθμοί, είχαν άμεση επαφή με την εγκατεστημένη στη Νίκαια της Μικράς Ασίας αυλή του Αυτοκράτορα. Οι Άρχοντες του Μοριά δεν διέθεταν κανένα στόλο, αλλά είχαν με το μέρος τους αυτές τις ναυτεμπορικές πόλεις, πετυχαίνοντας έτσι επανειλημμένως να προωθούν όπλα και εφόδια στους επαναστάτες, που δρούσαν στα φραγκικά πριγκιπάτα.
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, όπως επίσης και οι διάδοχοί του Γοδεφρείδος, ο Β´ και Γουλιέλμος, ο Σαμπλίτης, προσπάθησαν ποικιλοτρόπως να καταλάβουν και αυτά τα τελευταία οχυρά των Ελλήνων στον Μοριά. Αφού τέλος καταλήφθηκε η Κόρινθος και το Άργος αλλά και το Ναύπλιο πείστηκε να παραδοθεί, φάνηκε να αντιλαμβάνεται ο ελληνικός πληθυσμός, ότι το φράγκικο φορολογικό σύστημα ήταν ελαφρύτερο από αυτό των βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Η Μονεμβασιά ωστόσο αρνήθηκε να παραδοθεί.
Μια πολιορκία από την Πελοποννησιακή ακτή απέτυχε λόγω των οχυρωματικών έργων, της αποφασιστικότητας για αντίσταση και της συνδρομής και του θαλάσσιου εφοδιασμού από τους Έλληνες της Νίκαιας. Ο Γουλιέλμος όμως εξασφάλισε υποστήριξη και άλλων φραγκικών πριγκιπάτων, τα οποία ήταν υποχρεωμένα να τον συνδράμουν, λόγω του φεουδαρχικού αμυντικού συστήματος που οι δυτικοευρωπαίοι κατακτητές εφάρμοσαν και στην Ελλάδα. Εξασφάλισε ακόμη και τη βοήθεια της μεγαλύτερης ναυτικής δύναμης στη Μεσόγειο, της Βενετίας. Από την άλλη όμως, η Γαληνοτάτη Αυτοκρατορία του Αγίου Μάρκου απέβλεπε σε δικά της οφέλη, τα οποία με τον καιρό αποκαλύφθηκαν.
Ως ανταμοιβή για την παραχώρηση στον Γουλιέλμο, τεσσάρων επανδρωμένων και εξοπλισμένων πλοίων, απέκτησε απ’ αυτόν τις οχυρές πόλεις Μεθώνη και Κορώνη, δύο αξιόλογες ναυτικές βάσεις της ανατολικής Μεσογείου. Άλλωστε, ήταν ευκαιρία για τη Βενετία, να αφανίσει έναν σοβαρό ανταγωνιστή της στο εμπόριο με τις ανατολικές χώρες, τη Μονεμβασιά, αλλά και να την αναγκάσει να πληρώσει αποζημίωση για τις ζημιές που είχαν προξενήσει οι Μονεμβασίτες πειρατές στα βενετσιάνικα πλοία.
Ο αποκλεισμός άρχισε το 1246 και διήρκεσε τρία χρόνια, χωρίς να σημειώσουν οι πολιορκητές μεγάλες επιτυχίες. Τα βενετσιάνικα πλοία μπορούσαν βέβαια να εμποδίσουν τον θαλάσσιο εφοδιασμό προμηθειών, αλλά οι Μονεμβασίτες διέθεταν ήδη μεγάλες παρακαταθήκες. Τα παντός είδους πολεμικά όπλα του Γουλιέλμου προξένησαν αρκετές ζημιές, αλλά δεν μπόρεσαν να κάμψουν την θέληση των κατοίκων για αντίσταση.
Το τρίτο έτος της πολιορκίας, όταν οι προμήθειες πλέον εξαντλήθηκαν και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να τρέφονται με γάτες και σκύλους, και καθώς δεν υπήρχαν πλέον ελπίδες για τη λύση της, δήλωσαν την παράδοση της πόλης. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, δεν έχασαν καθόλου την υπερηφάνεια τους. Είχαν υποκύψει, αλλά δεν ήταν ηττημένοι. Αυτό φανερώνει και το γεγονός, ότι οι Άρχοντες έθεσαν τους όρους για την παράδοση της πόλης. Π.χ., να επιτραπεί στους Μονεμβασίτες να κρατήσουν τις περιουσίες τους, να έχουν ίσα δικαιώματα με τους Φράγκους, να μη φορολογούνται και να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Ένας πρόσθετος όρος ήταν η απαλλαγή των κατοίκων από κάθε είδους στρατιωτική θητεία. Δήλωσαν επίσης ότι θα έθεταν τα πλοία τους στη διάθεση του Γουλιέλμου με τους ίδιους όρους, που ως τότε ίσχυαν για τον βυζαντινό Αυτοκράτορα, δηλαδή με ένα αρκετά υψηλό μίσθωμα. Ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος στάθηκε αρκετά οξυδερκής, ώστε να αποδεχτεί τους όρους, και να εξακολουθήσει την τακτική των βυζαντινών, σχετικά με τα προνόμια της Μονεμβασιάς, καθώς και να τα εμπλουτίσει.
Το 1249 έγινε η παράδοση, και οι κάτοικοι μπορούσαν να επιλέξουν αν θα μετανάστευαν μαζί με τους δημοσίους υπαλλήλους της πόλης τους. Ο βυζαντινός Αυτοκράτορας έθεσε στη διάθεσή τους ως νέο τόπο διαμονής την πόλη Πηγαί, στην Προποντίδα.
Έτσι, μετά την παράδοση μπορούσαν οι Φράγκοι Πρίγκιπες να χαρακτηρίζονται πλέον „Κύριοι του Μοριά“. Η απώλεια της Μονεμβασιάς ήταν ένα γερό χτύπημα για τους αγώνες του βυζαντινού Αυτοκράτορα στη Νίκαια, για την Ανάκτηση της Ελλάδας. Για την ιστορία όμως της ίδιας της Μονεμβασιάς, αυτό το γεγονός έδωσε ώθηση για νέα πρόοδο: Τα κτήματα της πόλης στη στεριά επεκτάθηκαν και η ίδια η πόλη έγινε η έδρα ενός ρωμαιοκαθολικού επισκόπου. Βεβαίως, η έδρα του ελληνορθόδοξου επισκόπου διατηρήθηκε.
Παρόλα αυτά, η Μονεμβασιά δεν έμεινε για πολύ υπό την κυριαρχία των ηγεμόνων της Αχαΐας και του Μοριά. Μια εκστρατεία του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου και των συμμάχων του, εναντίον του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου Η’ ο οποίος εν τω μεταξύ είχε επανακυριεύσει την Κωνσταντινούπολη και καταργήσει τη „Λατινική Αυτοκρατορία“, τερματίστηκε με την ήττα και την αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, το 1260.
Μετά από τριετή αιχμαλωσία, ο Γουλιέλμος δήλωσε ότι είναι πρόθυμος να παραχωρήσει, ως αντάλλαγμα για την ελευθερία του, τις τρεις πόλεις κάστρα: το σημερινό Τηγάνι, τον Μιστρά και τη Μονεμβασιά στη βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έτσι η φραγκική κυριαρχία της Μονεμβασιάς διήρκεσε μόνο 14 χρόνια και ίχνη της δεν διακρίνονται σήμερα στην πόλη.
Χαλκογραφία του Baccouel, 19ος αιώνας