Ανακατάληψη της Μονεμβασιάς από τους Βενετούς – Επανεποίκηση και νέα ακμή (1690 – 1715)

Με την προσπάθεια του Δόγη της Βενετίας, Φραγκίσκου Μοροζίνη, του επονομαζόμενου Πελοποννησιακού, το έτος 1685, για την ανακατάληψη του Μοριά, ανέτειλε και πάλι το άστρο της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου και το έτος 1690 καταλήφθηκε όλη η περιοχή από τους Βενετούς, εκτός από τη Μονεμβασιά. Τελικά, η „παλαιά“ μέθοδος του βομβαρδισμού των εγκαταστάσεων του κάστρου και της πόλης, σε συνδυασμό με την πείνα των κατοίκων που προξενούσε ο αποκλεισμός, απέδωσαν καρπούς.

Μετά από 14 μήνες πολιορκίας, άνοιξαν οι πύλες της πόλης και βρέθηκε η Μονεμβασιά για άλλη μια φορά, υπό την κατοχή των Βενετών. Κατάλοιπα των πολιορκητικών και των πυροβολικών εγκαταστάσεων σώζονται σήμερα στα απέναντι από τη Μονεμβασιά βουνά, λίγο πιο νότια του μικρού χωριού Αγία Παρασκευή και κάτω από την εκκλησία της Αγίας Θέκλας κοντά στα Νόμια. Σ’ αυτή την τελευταία επιχείρηση κατάληψης έλαβαν μέρος και πολλά γερμανικά στρατιωτικά τάγματα.

Bild S30

Βενετσιάνικο μετάλλιο, χαραγμένο ύστερα από την ανακατάκτηση του 1690

Μετά την ανακατάληψη του Μοριά από τους Βενετούς, η Μονεμβα σιά έγινε αρχικά, διοικητική έδρα της περιοχής Μαλβασίας και με μία διοικητική μεταρρύθμιση ορίστηκε και έδρα της βενετικής επαρχιακής κυβέρνησης της Λακωνίας. Εδώ επίσης κατοικούσαν ένας Προβλεπτής (Proveditore), υπεύθυνος για τα διοικητικά και τα πολεμικά, ένας Ρέκτορας (Rettore), υπεύθυνος για τη δικαιοσύνη και ένας Επίτροπος (Camerlengo), επικεφαλής για τα οικονομικά. Αυτοί υπάγονταν στη διοίκηση του γενικού Αρμοστή του Μοριά, του οποίου η έδρα ήταν στον Μυστρά. Στην πόλη της Μονεμβασιάς αναβίωσε το παλιό καθεστώς του δημοτικού συμβουλίου. Οι λίγοι εναπομείναντες Έλληνες δεν τοποθετήθηκαν ούτε στη δημόσια διοίκηση ούτε στην αμυντική υπηρεσία. Ξένα μισθοφορικά στρατεύματα έπρεπε να εγκατασταθούν στον Μοριά, ώστε να ενισχύσουν τη βενε-τσιάνικη δύναμη στην περιοχή. Στη Μονεμβασιά στρατοπέδευσε μία αξιόλογη σε δύναμη μονάδα, για το σκοπό αυτό.

Οι Βενετοί κυριάρχησαν, αλλά μετά από τον μακροχρόνιο πόλεμο, απέκτησαν μία σχεδόν έρημη από κατοίκους χώρα, μη δυνάμενη να προσφέρει τα απαραίτητα για τη διοίκηση και την προστασία της. Για να μπορέσει να ορθοποδήσει και να συνέλθει οικονομικά, ήταν κατ’ αρχήν απαραίτητο να αυξηθούν οι κάτοικοι και επιπλέον να καλλιεργηθούν οι αγροί και τα κτήματα, ώστε να εισπραχθούν περισσότεροι φόροι. Οι Βενετοί υπολόγισαν ότι μπορούσαν να επωφεληθούν από ένα υπαρκτό φορολογικό πλεόνασμα στον Μοριά. Γι’ αυτόν τον σκοπό, μετέφεραν κατοίκους άλλων περιοχών της Μεσογείου στον Μοριά. Στη γύρω από την πόλη περιοχή εγκατέστησαν κυρίως Αλβανούς για την κτηνοτροφία και στην ίδια τη Μονεμβασιά εγκατέστησαν Κρητικούς καθώς και επαναπατριζόμενους από τα μέρη της βενετσιάνικης κυριαρχίας. Οι πρόγονοι των τελευταίων ήταν εκείνοι που με την παράδοση της Μονεμβασιάς από τους Βενετούς το 1540, τους ακολούθησαν μεταναστεύοντας. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και η οικογένεια του γιατρού Ανδρέα Λικίνιου, που επαναπατρίστηκε από την Κέρκυρα. Ο Λικίνιος το 1703, έδωσε εντολή να χτιστεί με έξοδά του η εκκλησία του Αγίου Νικολάου.

Μέχρι το έτος 1701 οι Βενετοί εγκατέστησαν στην περιοχή της Μαλ βασίας, δηλαδή στην πόλη και σε 16 γύρω κωμοπόλεις και χωριά, 2.067 οικογένειες με συνολικά 9.003 άτομα, ενώ το έτος 1570 μόνο στην ίδια την πόλη διέμεναν περίπου 8.000 οικογένειες με 32.000 - 40.000 άτομα. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχούσε μόνο στο 5% όλων των κατοίκων του Μοριά. Άλλες 13 κωμοπόλεις στη γύρω περιοχή παρέμεναν ακόμη ακατοίκητες. Σε σχέση με τη σπουδαία θέση της Μονεμβασιάς παλιότερα, η αποίκηση δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Οι Βενετοί κυρίαρχοι απέκτησαν όλα τα νομικά δικαιώματα στα εδάφη της πόλης, τα οποία μέχρι τότε κατείχαν οι Τούρκοι, ενώ η Εκκλησία και οι ιδιώτες διατήρησαν τα δικαιώματα που είχαν και κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας.

Bild S30
Βενετσιάνικη χαλκογραφία του Coronelli, 1689

Μέσω της παροχής ορισμένων κτημάτων προς οικοδόμηση επιχειρή θηκε έπειτα, να αυξηθεί η φορολογική απόδοση της περιοχής. Η τελική άνοδος των εσόδων από τη φορολογία δικαίωσε την πολιτική αυτή. Παράλληλα, επιβλήθηκαν έμμεσοι φόροι σε κρασί, οινοπνευματώδη, ελαιόλαδο, καπνό και αλάτι. Η περιοχή της Μαλβασίας απέδιδε το 1691 στους Βενετούς το 17% όλων των εσόδων του Μοριά. Στα μετέπειτα χρόνια της βενετσιάνικης κυριαρχίας, τα πλεονάζοντα έσοδα παραχω-ρούνταν στο ταμείο του στόλου της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, ο οποίος προστάτευε τις κτήσεις της. Τα ταμείο αυτό του στόλου κάλυπτε στην αρχή τα έξοδα για τη διοίκηση και την άμυνα.
Το υπερβολικά υψηλό ποσοστό εσόδων της Βενετίας από τη Μονεμβασιά και τις γύρω περιοχές της, αναλογικά με τον αριθμό των κατοίκων της, δείχνει ότι άρχισε να ανακτά τη σημασία της στο εμπόριο και τα λοιπά επαγγέλματα, όπως και την παλιά ευημερία και τον πλούτο της.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου τουρκοκρατίας, οι εμπορευματικές συναλλαγές μεταξύ Μονεμβασιάς και Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου ήταν πράγματι αξιοσημείωτες. Τώρα, μπορούσαν τα αγροτικά προϊόντα να διοχετεύονται στις δυτικές χώρες μέσω Μονεμβασιάς, αλλά η Βενετία διατήρησε το προνόμιο της μεσολάβησης κατά την εξαγωγή. Μόνο για ένα μεταβατικό διάστημα ήταν δυνατό να πραγματοποιούνται απευθείας εμπορικές συναλλαγές. Κατόπιν το ελαιόλαδο ήταν το πρώτο προϊόν που έπρεπε να πωλείται με τη μεσολάβηση της Βενετίας. Στη συνέχεια ακολούθησαν κι άλλοι περιορισμοί, που είχαν ως επακόλουθο να στραφούν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι έμποροι σε τουρκικές περιοχές, που πουλούσαν τα ίδια προϊόντα σε φθηνότερες τιμές και χωρίς γραφειοκρατικούς διακανονισ-μούς. Οι Μονεμβασίτες έμποροι ζημιώνονταν όχι μόνο από την ολοκληρωτική βενετική μεσολάβηση, αλλά κι από το γεγονός, ότι αγόραζαν ακριβότερα τα προϊόντα στη Βενετία, απ’ ότι στοίχιζαν σε άλλες αγορές της ανατολικής Μεσογείου, καθώς το νόμισμα (Zechine) που κυκλοφορούσε εκεί, είχε μικρή αγοραστική αξία.

Παρά τους περιορισμούς και τις ζημιές στο εμπόριο που προξενούσε η δεύτερη βενετσιάνικη κυριαρχία, εισέρρευσαν στη Μονεμβασιά κατά την εικοσιπενταετία αρκετά κέρδη, ώστε να ανθήσει η οικοδομική δραστηριότητα, τόσο από την Εκκλησία όσο και από τους ιδιώτες. Οι καρποί της ακόμη και σήμερα χαρακτηρίζουν την πόλη. Κτίστηκαν δύο μεγάλες εκκλησίες με ιταλο-βυζαντινή τεχνοτροπία και η μεγάλη εκκλησία της Κάτω Πόλης ανακατασκευάστηκε κατά τα ίδια πρότυπα. Επίσης ανοικοδομήθηκαν μεγαλόπρεπα πατρογονικά σπίτια, όπως το „Σπίτι του Στελλάκη“ και άλλα αρχοντικά, τα οποία με τις αναγεννησιακές τους διακοσμήσεις αποτελούν στολίδια της πόλης.

Αυτή η οικονομική ευχέρεια διέκρινε μόνο τους κατοίκους της πόλης, καθώς αυτοί των γύρω περιοχών ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τη συντήρηση των στρατοπεδευμένων στην πόλη στρατιωτών. Κάθε δεκαοχτώ αγροτικές οικογένειες συντηρούσαν με τρόφιμα ένα στρατιωτικό. Αντίθετα τα έξοδα συντήρησης και ανακατασκευής των οχυρωματικών εγκαταστάσεων της πόλης δεν επιβάρυναν τους πολίτες αλλά καλύπτονταν από τα γενικά φορολογικά έσοδα της περιοχής.

Bild S37
Χαλκογραφία του Weber από ένα σχέδιο του Belle, 1876


Lesesaal

Ursprünglich wollten Ulrich Steinmüller und ich unseren Freunden und Besuchern in unserem Haus in Agia Paraskevi/Monemvasia nur einige Informationen über diese Gegend im Süden der Peloponnes geben.

Daraus entwickelte sich dann aber sehr bald unser Büchlein „Monemvasia. Geschichte und Stadtbeschreibung“, das zum ersten Mal im Jahr 1977 auf Deutsch erschien und in den folgenden mehr als 40 Jahren fast 80 000 Mal in den Sprachen Deutsch, Englisch, Französisch, Italienisch und Griechisch verkauft wurde – aber nur in Monemvasia.

Den Verkauf dieses Büchleins haben wir inzwischen eingestellt, möchten es aber auch weiterhin Besuchern und an dieser schönen und historisch so bedeutsamen Stadt Interessierten zugänglich machen.

Ulrich Steinmüllers homepage können Sie >>> hier <<< aufrufen.

Und hier können Sie das Büchlein in den verschiedenen Sprachen lesen: