Οικοδομικά υλικά

Τα οικοδομικά υλικά για τα σπίτια και τις εκκλησίες που χρησιμοποιούνταν τότε, ήταν κυρίως ακατέργαστες πέτρες και λιθάρια που αφθονούσαν στις γύρω περιοχές. Για την κατασκευή οξειών γωνιών, στολιδιών και πλαισίων για πόρτες και παράθυρα, όπως και για τις εσοχές στους τοίχους τις καμπύλες και τις προμετωπίδες, χρησιμοποιούνταν ο ευκολοκατέργαστος πωρόλιθος που αφθονούσε στη γύρω περιοχή. Ο πωρόλιθος όμως, φθείρεται ευκολότερα από άλλα είδη πέτρας, με αποτέλεσμα τμήματα κτισμάτων να μην αναγνωρίζονται σήμερα εύκολα.

Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί το μάρμαρο έπαψε να χρησιμοποιείται από τους σημερινούς κατασκευαστές. Μια δυνατή εξήγηση είναι ότι αυτό το υλικό προερχόταν από τα αρχαία κτίσματα της περιοχής, και ξαναχρησιμοποιήθηκε στη Μονεμβασιά, αλλού απαράλλαχτο και αλλού ξαναλαξευμένο. Ακόμη και σήμερα μπορεί να εντοπίσει κανείς κομμάτια αρχαίων μαρμάρων. Για παράδειγμα, σε μία μεγάλη ταράτσα ενός ανοικοδομημένου σπιτιού βρίσκεται ένα δωρικό κιονόκρανο, ενώ μερικά μαρμάρινα σκαλοπάτια της εκκλησίας Χριστός ο Ελκόμενος, πιθανότατα προέρχονται από αρχαία κτίσματα. Βέβαια για πολλά μαρμάρινα στοιχεία βυζαντινών εκκλησιών, δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί αν είναι κατά τον ίδιο τρόπο „δανεισμένα“ από αρχαιότερα κτίσματα. Εν πάση περιπτώσει, η χρήση αρχαίων μαρμάρων φαίνεται ότι διακόπηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, ύστερα από την απαγόρευση του Βενετού Διοικητή. Οι εκκλησίες που κτίστηκαν κατά τη διάρκεια της δεύτερης βενετσιάνικης περιόδου (1690-1715) δεν έχουν μαρμάρινες διακοσμήσεις, παρά μόνο από πωρόλιθο. Εξαίρεση αποτελεί η ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα πάνω από την είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.

Το ξύλο χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους Τούρκους. Για την ανέγερση της Αγίας Σοφίας χρησιμοποιήθηκαν επίσης, ξύλινα δοκάρια, τα οποία παραμένουν σήμερα στην αρχική τους θέση.
Η λάσπη εξυπηρετούσε στο κτίσιμο των λίθων και για να στεγανοποιούνται οι στέρνες. Σ’ αυτές τοποθετούσαν την υδρομονωτική βυζαντινή λάσπη, που διακρίνεται από το ρόδινο χρώμα της. Στη λάσπη για το σοβάτισμα των τοίχων προσέθεταν κομμάτια από άργιλο, που προμηθεύονταν από τους Τούρκους, για να μη δημιουργούνται ρωγμές και για να προστατεύονται οι μεγάλες επιφάνειες από τις κακές καιρικές συνθήκες (βλ. εικ. 6, υπόλοιπα σοβάδων δίπλα από την ημικυκλική προμετωπίδα).

Τα τούβλα χρησιμοποιήθηκαν στη Μονεμβασιά για την τειχοποιία, τις στέγες και τις διακοσμήσεις. Στις στέγες σήμερα, τοποθετούνται αποκλειστικά κεραμίδια. Για την τειχοποιία και τις διακοσμήσεις χρησιμοποιήθηκαν τούβλα μόνο από τους βυζαντινούς και κυρίως αυτά από αργόλιθο. Στρώματα κατασκευασμένα απ’ αυτούς τους πλίνθους υπάρχουν τόσο στους κάθετους όσο και στους οριζόντιους ογκόλιθους της Αγίας Σοφίας. Παρατηρώντας τα παράθυρά της εκκλησίας, μπορεί να πειστεί κανείς για την ικανότητα των βυζαντινών μαστόρων να δημιουργούν με τα τούβλα ποικίλες μορφές και στολίδια, για τη διακόσμηση των οικοδομών. Χαρακτηριστικοί είναι οι ημικίονες του τύμπανου και η κορνίζα – γείσο. Ο θόλος της είναι επίσης κτισμένος με τούβλα, όπως και η σταυροειδής καμάρα του διπλανού πρώην μοναστηριού.
Οι παλιές στέγες της Μονεμβασιάς αποτελούνται από μακρόστενα ημικυκλικά κεραμίδια, τοποθετημένα σε δύο σειρές: μία σειρά ανεστραμμένων (η καμπύλη προς τα κάτω) για τη συλλογή του νερού και μία σειρά με την καμπύλη προς τα πάνω για την κάλυψη των κενών μεταξύ των ανεστραμμένων κεραμιδιών. Αυτή η πρακτική εφαρμόζονταν και στους αρχαίους ναούς, μόνο που τα υλικά ήταν από μάρμαρο. Σε πολλά χωριά της περιοχής εφαρμόζεται και σήμερα αυτή η μέθοδος.

Σε μερικά πρόσφατα κτισμένα σπίτια χρησιμοποιήθηκαν τα „γαλλικά“, όπως και τα κοινά μικρότερα κεραμίδια. Με μία σύσταση όμως της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για την ανοικοδόμηση της Κάτω Πόλης, απαγορεύτηκε εκεί η χρήση αυτών των κεραμιδιών, με αποτέλεσμα να αναζητούνται προς αγορά τα παλιά, ακόμη χρησιμοποιήσιμα, κεραμίδια από τα χωριά της περιοχής. Σε γενικές γραμμές, σήμερα διαπιστώνει κανείς ότι χρησιμοποιούνται λιγότερο τα τούβλα και περισσότερο η πέτρα, παρότι η πέτρα χρειάζεται μεγαλύτερη ποσότητα λάσπης για το κτίσιμό απ’ ότι το τούβλο.


Lesesaal

Ursprünglich wollten Ulrich Steinmüller und ich unseren Freunden und Besuchern in unserem Haus in Agia Paraskevi/Monemvasia nur einige Informationen über diese Gegend im Süden der Peloponnes geben.

Daraus entwickelte sich dann aber sehr bald unser Büchlein „Monemvasia. Geschichte und Stadtbeschreibung“, das zum ersten Mal im Jahr 1977 auf Deutsch erschien und in den folgenden mehr als 40 Jahren fast 80 000 Mal in den Sprachen Deutsch, Englisch, Französisch, Italienisch und Griechisch verkauft wurde – aber nur in Monemvasia.

Den Verkauf dieses Büchleins haben wir inzwischen eingestellt, möchten es aber auch weiterhin Besuchern und an dieser schönen und historisch so bedeutsamen Stadt Interessierten zugänglich machen.

Ulrich Steinmüllers homepage können Sie >>> hier <<< aufrufen.

Und hier können Sie das Büchlein in den verschiedenen Sprachen lesen: